οξυγονικός

οξυγονικός
η , ό[ν] кислородный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "οξυγονικός" в других словарях:

  • οξυγονικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οξυγόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxygenic (< οξυγόνο). Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θ. Ηλιάδη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»